δυσεξηγητος

δυσεξηγητος
    δυσεξήγητος
    δυσ-εξήγητος
    2
    с трудом поддающийся изложению
    

(λόγος περὴ φύσεως Diog.L.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "δυσεξηγητος" в других словарях:

  • δυσεξήγητος — η, ο (AM δυσεξήγητος, ον) αυτός που εξηγείται δύσκολα, ο δυσερμήνευτος …   Dictionary of Greek

  • δυσεξήγητος — η, ο αυτός που δύσκολα εξηγείται, παράδοξος: Δυσεξήγητο φαινόμενο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δυσεξήγητον — δυσεξήγητος hard to explain masc/fem acc sg δυσεξήγητος hard to explain neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσεξηγήτου — δυσεξήγητος hard to explain masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσεξήγητα — δυσεξήγητος hard to explain neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσεξέλικτος — δυσεξέλικτος, ον (Α) 1. αυτός που δύσκολα ξετυλίγεται 2. δυσεξήγητος 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) δυσεξέλικτα με δύσκολους ελιγμούς …   Dictionary of Greek

  • δυσκολοξήγητος — η, ο δυσεξήγητος, δυσερμήνευτος …   Dictionary of Greek

  • δύσκολος — η, ο (AM δύσκολος, ον) 1. (για πράγματα ή καταστάσεις) αυτός που προκαλεί δυσκολίες ή εμπόδια 2. (για πρόσωπα) δύστροπος, ιδιότροπος («δύσκολος άνθρωπος, χαρακτήρας», ο Δύσκολος τού Μενάνδρου) 3. (για χρονική περίοδο) με δυσχερή προβλήματα… …   Dictionary of Greek

  • δύσφατος — δύσφατος, ον (Α) 1. αυτός που δύσκολα λέγεται, απαίσιος 2. δυσερμήνευτος, δυσεξήγητος …   Dictionary of Greek

  • δυσερμήνευτος — η, ο αυτός που δύσκολα ερμηνεύεται, ο δυσεξήγητος: Δυσερμήνευτος νόμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»